- γαλιάγρα
- ηβλ. γαλεάγρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γαλεάγρα — και γαλιάγρα, η (AM γαλεάγρα) μσν. νεοελλ. κοχλιωτό πιεστήριο για ελιές, κηρήθρες, σταφύλια, κ.λπ. αρχ. 1. παγίδα για άγρια ζώα 2. κλουβί για άγρια ζώα 3. κλουβί ή φυλακή για ανθρώπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλέη + άγρα* «καταδίωξη και σύλληψη ζώων,… … Dictionary of Greek